ισοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσοκέφαλος]], -ον) αυτός που έχει [[κεφάλι]] όμοιο, ίσο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />συγκεχυμένος, [[ασαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρο</i>-[[κέφαλος]], <i>ορθο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσοκέφαλος]], -ον) αυτός που έχει [[κεφάλι]] όμοιο, ίσο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />συγκεχυμένος, [[ασαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. <i>αδρο</i>-[[κέφαλος]], <i>ορθο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοκέφαλος, -ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο
αρχ.
συγκεχυμένος, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο-κέφαλος, ορθο-κέφαλος.