Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσοκέφαλος

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκέφᾰλος Medium diacritics: ἰσοκέφαλος Low diacritics: ισοκέφαλος Capitals: ΙΣΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: isoképhalos Transliteration B: isokephalos Transliteration C: isokefalos Beta Code: i)soke/falos

English (LSJ)

ἰσοκέφαλον, like-headed, dub. in Ibyc.16.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichköpfig, Ibyc. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκέφᾰλος: -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἰσόπαλος, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοκέφαλος, -ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο
αρχ.
συγκεχυμένος, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδροκέφαλος, ορθοκέφαλος.