ιατροτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰατροτέχνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), | |mltxt=[[ἰατροτέχνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. <i>δεξιο</i>-<i>τέχνης</i>, <i>καλλι</i>-<i>τέχνης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰατροτέχνης, ὁ (Α)
αυτός που έχει ως επάγγελμα την ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -τεχνης (< τέχνη), πρβλ. δεξιο-τέχνης, καλλι-τέχνης].