ἰατροτέχνης

English (LSJ)

ἰατροτέχνου, ὁ, practiser of medicine, Ar.Nu.332 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1234] ὁ, Heilkünstler, Ar. Nubb. 331.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
artiste en médecine ; théoricien de la médecine.
Étymologie: ἰατρός, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτροτέχνης: ου (ῑ) ὁ врач-искусник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτροτέχνης: -ου, ὁ, ὁ μετερχόμενος τὴν ἰατρικὴν τέχνην, ἰατρός, Ἀριστοφ. Νεφ. 332.

Greek Monolingual

ἰατροτέχνης, ὁ (Α)
αυτός που έχει ως επάγγελμα την ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -τεχνης (< τέχνη), πρβλ. δεξιοτέχνης, καλλιτέχνης].

Greek Monotonic

ἰᾱτροτέχνης: -ου, ὁ (τέχνη), αυτός που εξασκεί την ιατρική τέχνη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἰᾱτρο-τέχνης, ου, τέχνη
a practiser of medicine, Ar.

English (Woodhouse)

quack doctor