ιτάω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πηγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η [[προέλευση]] του ρηματ. επιθ. [[ἰτητέον]] «[[πρέπει]] να [[πάει]]» και προέρχεται πιθ. από τον τ. [[ἴτης]] και κατάλ. -<i>τάω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οπ</i>-<i>τάω</i>, -<i>ώ</i>)].
|mltxt=ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πηγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η [[προέλευση]] του ρηματ. επιθ. [[ἰτητέον]] «[[πρέπει]] να [[πάει]]» και προέρχεται πιθ. από τον τ. [[ἴτης]] και κατάλ. -<i>τάω</i> ([[πρβλ]]. <i>οπ</i>-<i>τάω</i>, -<i>ώ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση του ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. -τάω (πρβλ. οπ-τάω, -ώ)].