κακόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει κακή [[σάρκα]], που η [[σάρκα]] του υφίσταται εύκολα [[διαπύηση]] ή που δύσκολα θεραπεύεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αραιό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>μαλακό</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει κακή [[σάρκα]], που η [[σάρκα]] του υφίσταται εύκολα [[διαπύηση]] ή που δύσκολα θεραπεύεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), [[πρβλ]]. <i>αραιό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>μαλακό</i>-<i>σαρκος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει κακή σάρκα, που η σάρκα του υφίσταται εύκολα διαπύηση ή που δύσκολα θεραπεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. αραιό-σαρκος, μαλακό-σαρκος].