καλλιαρχώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καλλιαρχῶ, -έω (Α)<br />[[είμαι]] [[πρόεδρος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανον</i>-<i>αρχώ</i>, <i>ναυ</i>-<i>αρχώ</i>).
|mltxt=καλλιαρχῶ, -έω (Α)<br />[[είμαι]] [[πρόεδρος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. <i>κανον</i>-<i>αρχώ</i>, <i>ναυ</i>-<i>αρχώ</i>).
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

καλλιαρχῶ, -έω (Α)
είμαι πρόεδρος του δικαστηρίου κάλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανον-αρχώ, ναυ-αρχώ).