καλλιαρχώ

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

καλλιαρχῶ, -έω (Α)
είμαι πρόεδρος του δικαστηρίου κάλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανοναρχώ, ναυαρχώ].