Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κανονιέρης: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[πυροβολητής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος<br />β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την [[εργασία]] του, [[κυρίως]] για μαθητές<br />γ) [[μαθητής]] που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>canonnier</i> <span style="color: red;"><</span> <i>canon</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κανόνι]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ier</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[πυροβολητής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος<br />β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την [[εργασία]] του, [[κυρίως]] για μαθητές<br />γ) [[μαθητής]] που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>canonnier</i> <span style="color: red;"><</span> <i>canon</i> ([[πρβλ]]. [[κανόνι]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ier</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. πυροβολητής
2. μτφ. α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος
β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την εργασία του, κυρίως για μαθητές
γ) μαθητής που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canonnier < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -ier].