καρκινοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που πάσχει από τη νόσο του καρκίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλημμυρο</i>-<i>παθής</i>, <i>σεισμο</i>-<i>παθής</i>. Η λ. στον πληθ. τ. <i>καρκινοπαθείς</i> μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που πάσχει από τη νόσο του καρκίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. <i>πλημμυρο</i>-<i>παθής</i>, <i>σεισμο</i>-<i>παθής</i>. Η λ. στον πληθ. τ. <i>καρκινοπαθείς</i> μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που πάσχει από τη νόσο του καρκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυρο-παθής, σεισμο-παθής. Η λ. στον πληθ. τ. καρκινοπαθείς μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].