καρκινοπαθής

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

-ές
αυτός που πάσχει από τη νόσο του καρκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυροπαθής, σεισμοπαθής. Η λ. στον πληθ. τ. καρκινοπαθείς μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].