καρυόσχοινο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως πρυμνήσιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχοινο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[σχοινί]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καραβό</i>-<i>σχοινο</i>, <i>συρματό</i>-<i>σχοινο</i>].
|mltxt=το<br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως πρυμνήσιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχοινο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[σχοινί]]), [[πρβλ]]. <i>καραβό</i>-<i>σχοινο</i>, <i>συρματό</i>-<i>σχοινο</i>].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ναυτ. είδος ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως πρυμνήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -σχοινο(ν) (< σχοινί), πρβλ. καραβό-σχοινο, συρματό-σχοινο].