καρποδότης: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(19) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρποδότης]], ο θηλ. [[καρποδότειρα]] (AM)<br />αυτός που παρέχει καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=[[καρποδότης]], ο θηλ. [[καρποδότειρα]] (AM)<br />αυτός που παρέχει καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>εργο</i>-[[δότης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:13, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1328] ὁ, Fruchtgeber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρποδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων καρπούς, ὁ γεωργὸς ἄνω βλέπων καὶ τὸν καρποδότην ἐπικαλούμενος Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 617D, ΙΙΙ. 1592Α.
Greek Monolingual
καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM)
αυτός που παρέχει καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, εργο-δότης.