καταβολάδα: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α καταβολάς, -[[άδος]])<br />[[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο [[φυτό]] έχει ήδη αποκτήσει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που προέρχεται με τέτοιο [[φύτεμα]] («αυτό το [[κλήμα]] [[είναι]] [[καταβολάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- ( | |mltxt=η (Α καταβολάς, -[[άδος]])<br />[[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο [[φυτό]] έχει ήδη αποκτήσει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που προέρχεται με τέτοιο [[φύτεμα]] («αυτό το [[κλήμα]] [[είναι]] [[καταβολάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- ([[πρβλ]]. <i>καταβολ</i>-<i>ή</i>) του [[καταβάλλω]] με τη σημ. «[[ρίχνω]] σπόρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>εκ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[βάλλω]], <i>εμ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμ</i>-[[βάλλω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολ-ή) του καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].