κειμηλιοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κειμηλιοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κειμηλιάρχης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κειμήλιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλαμο</i>-[[φύλαξ]], <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]].
|mltxt=[[κειμηλιοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κειμηλιάρχης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κειμήλιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]]), [[πρβλ]]. <i>θαλαμο</i>-[[φύλαξ]], <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1412] ακος, ὁ, = κειμηλιάρχης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιοφύλαξ: -ακος, ὁ, φύλαξ τῶν κειμηλίων, ὁ κειμηλιάρχης, μεταγεν.

Greek Monolingual

κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κειμηλιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ.