κενόφοβος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενόφοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο [[γεμάτος]] αδικαιολόγητο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ονειρό</i>-<i>φοβος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φοβος</i>].
|mltxt=[[κενόφοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο [[γεμάτος]] αδικαιολόγητο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. <i>ονειρό</i>-<i>φοβος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φοβος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κενόφοβος: -ον, πλήρης κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. ψοφοδεής.

Greek Monolingual

κενόφοβος, -ον (Α)
αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο γεμάτος αδικαιολόγητο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ονειρό-φοβος, πολύ-φοβος].