κιθαρωδός: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, ἡ (Α [[κιθαρωδός]], ὁ, ἡ, ποιητ. τ. [[κιθαραοιδός]], θηλ. και [[κιθαρωδίστρια]])<br />αυτός που παίζει [[κιθάρα]] και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, [[κίθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιθάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωδή</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λυρ</i>-[[ωδός]], <i>χορ</i>-[[ωδός]]].
|mltxt=ό, ἡ (Α [[κιθαρωδός]], ὁ, ἡ, ποιητ. τ. [[κιθαραοιδός]], θηλ. και [[κιθαρωδίστρια]])<br />αυτός που παίζει [[κιθάρα]] και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, [[κίθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιθάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωδή</i>), [[πρβλ]]. <i>λυρ</i>-[[ωδός]], <i>χορ</i>-[[ωδός]]].
}}
}}

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια)
αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -ῳδός (< ωδή), πρβλ. λυρ-ωδός, χορ-ωδός].