κεφαλόδεμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κεφαλοδέσι]] το (Μ [[κεφαλόδεμα]])<br />[[μαντίλι]] ή [[κορδέλα]] με τα οποία δένεται το [[κεφάλι]] για [[συγκράτηση]] τών μαλλιών ή για στολισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] του κεφαλιού για [[συγκράτηση]] διαφόρων επιθεμάτων<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ορθοπεδικό [[μηχάνημα]] με το οποίο συγκρατείται το [[κεφάλι]] όρθιο, [[κεφαλορθωτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i> (<i>ό</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δέμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμα]] <span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), | |mltxt=και [[κεφαλοδέσι]] το (Μ [[κεφαλόδεμα]])<br />[[μαντίλι]] ή [[κορδέλα]] με τα οποία δένεται το [[κεφάλι]] για [[συγκράτηση]] τών μαλλιών ή για στολισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] του κεφαλιού για [[συγκράτηση]] διαφόρων επιθεμάτων<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ορθοπεδικό [[μηχάνημα]] με το οποίο συγκρατείται το [[κεφάλι]] όρθιο, [[κεφαλορθωτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i> (<i>ό</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δέμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμα]] <span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. <i>αλυσό</i>-<i>δεμα</i>, <i>κομπό</i>-<i>δεμα</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα)
μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό
νεοελλ.
1. επίδεσμος του κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων
2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται το κεφάλι όρθιο, κεφαλορθωτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ (ό)- + -δέμα (< δέμα < δένω), πρβλ. αλυσό-δεμα, κομπό-δεμα].