κεφαλόδεμα
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα)
μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό
νεοελλ.
1. επίδεσμος του κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων
2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται το κεφάλι όρθιο, κεφαλορθωτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ (ό)- + -δέμα (< δέμα < δένω), πρβλ. αλυσόδεμα, κομπόδεμα].