κοιλώνυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλῶνυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]] «[[νύχι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγ</i>-<i>ώνυξ</i>, <i>χαλκ</i>-<i>ώνυξ</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω της συνθέσεως].
|mltxt=[[κοιλῶνυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]] «[[νύχι]]»), [[πρβλ]]. <i>αιγ</i>-<i>ώνυξ</i>, <i>χαλκ</i>-<i>ώνυξ</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω της συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγ-ώνυξ, χαλκ-ώνυξ. Το -ω- λόγω της συνθέσεως].