Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοσσιαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κολοσσαίος]], -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το [[μέγεθος]] κολοσσού, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («κολοσσιαῑον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[μεγάλος]] («κολοσσιαία [[δύναμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αῖος</i> / -<i>ιαῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i> / <i>μηρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=και [[κολοσσαίος]], -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το [[μέγεθος]] κολοσσού, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[μεγάλος]] («κολοσσιαία [[δύναμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αῖος</i> / -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>πηγ</i>-<i>αίος</i> / <i>μηρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].