κοντυλένιος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κονδυλένιος]], -α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει σαν να [[είναι]] ζωγραφισμένος με [[κοντύλι]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[λεπτός]], [[λεπτοκαμωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ( | |mltxt=και [[κονδυλένιος]], -α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει σαν να [[είναι]] ζωγραφισμένος με [[κοντύλι]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[λεπτός]], [[λεπτοκαμωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ([[πρβλ]]. <i>ασημ</i>-<i>ένιος</i>, <i>μολυβ</i>-<i>ένιος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κονδυλένιος, -α, -ο
1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι
2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ασημ-ένιος, μολυβ-ένιος)].