κοραλλιολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοράλλιο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>μεταλλειο</i>-[[λόγος]])].
|mltxt=ο<br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοράλλιο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] ([[πρβλ]]. <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>μεταλλειο</i>-[[λόγος]])].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -λόγος < λόγος < λέγω (πρβλ. γλωσσο-λόγος, μεταλλειο-λόγος)].