κοραλλιοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] με ακανόνιστο όστρακο, [[συχνά]] υποκυλινδρικό, που ανήκει στην [[οικογένεια]] traperiidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>coralliophagus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>corallio</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοράλλιο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>phagus</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[ἐσθίω]])].
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] με ακανόνιστο όστρακο, [[συχνά]] υποκυλινδρικό, που ανήκει στην [[οικογένεια]] traperiidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>coralliophagus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>corallio</i>- ([[πρβλ]]. <i>κοράλλιο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>phagus</i> ([[πρβλ]]. -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[ἐσθίω]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων με ακανόνιστο όστρακο, συχνά υποκυλινδρικό, που ανήκει στην οικογένεια traperiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliophagus < corallio- (πρβλ. κοράλλιο) + -phagus (πρβλ. -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον του ρ. ἐσθίω)].