κρέμβαλον: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρέμβαλον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τὰ [[κρέμβαλα]]<br />κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. <i>kre</i>-<i>b</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου (<i>n</i>), το οποίο λόγω του χειλικού (-<i>b</i>-[[μπ]]) ετράπη αφομοιωτικά σε -<i>μ</i>- ([[έτσι]]: <i>κρεβ</i>- > <i>κρε</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-)<br />για το [[επίθημα]] -<i>αλον</i> του τ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρότ</i>-<i>αλον</i>, <i>ρόπ</i>-<i>αλον</i>].
|mltxt=[[κρέμβαλον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τὰ [[κρέμβαλα]]<br />κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. <i>kre</i>-<i>b</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου (<i>n</i>), το οποίο λόγω του χειλικού (-<i>b</i>-[[μπ]]) ετράπη αφομοιωτικά σε -<i>μ</i>- ([[έτσι]]: <i>κρεβ</i>- > <i>κρε</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-)<br />για το [[επίθημα]] -<i>αλον</i> του τ. [[πρβλ]]. <i>κρότ</i>-<i>αλον</i>, <i>ρόπ</i>-<i>αλον</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρέμβᾰλον:''' τό погремушка, кастаньеты HH.
|elrutext='''κρέμβᾰλον:''' τό погремушка, кастаньеты HH.
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. kre-b- της ΙΕ ρίζας ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω του χειλικού (-b-μπ) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον του τ. πρβλ. κρότ-αλον, ρόπ-αλον].

Russian (Dvoretsky)

κρέμβᾰλον: τό погремушка, кастаньеты HH.