κρινόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρινόχρους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θειό</i>-<i>χρους</i>, <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=[[κρινόχρους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>θειό</i>-<i>χρους</i>, <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1509] lilienfarbig, Sp.

Greek Monolingual

κρινόχρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. θειό-χρους, σιτό-χρους].