κρεοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει κρέατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>θανατη</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[κρεοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει κρέατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>θανατη</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἔχων κρέας, Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κρέατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, θανατη-φόρος.