κρεοφόρος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek (Liddell-Scott)
κρεοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἔχων κρέας, Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.
Greek Monolingual
κρεοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κρέατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, θανατηφόρος.