κυρτοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυρτοκάπηλος]], ὁ (Α)<br />ο [[πωλητής]] κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[κάπηλος]], <i>οινο</i>-[[κάπηλος]])].
|mltxt=[[κυρτοκάπηλος]], ὁ (Α)<br />ο [[πωλητής]] κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής» ([[πρβλ]]. <i>ελαιο</i>-[[κάπηλος]], <i>οινο</i>-[[κάπηλος]])].
}}
}}

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κυρτοκάπηλος: ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180.

Greek Monolingual

κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)
ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο-κάπηλος, οινο-κάπηλος)].