λειψίφωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειψίφωτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειψί</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>), | |mltxt=[[λειψίφωτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειψί</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>), [[πρβλ]]. <i>ηλιό</i>-<i>φωτος</i>, [[κατά]]-<i>φωτος</i><br />σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A waning, Paul.Al.M.4, Cat.Cod.Astr.8(2).107.13, al.:—also λειψῐ-φως, Vett.Val. 191.6, Eust.811.63; but ἥρωες… λιψόφωτες (sic) who have quitted the light of day, PMag.Par.1.1409.
Greek Monolingual
λειψίφωτος, -ον (AM)
αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψί- (βλ. λείπω) + -φωτος (< φῶς), πρβλ. ηλιό-φωτος, κατά-φωτος
σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].