λιπόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που λιποθύμησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρτερό</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους [[προφανώς]] κατ' [[επίδραση]] τών αρχ. [[λιποθυμώ]], [[λιποθυμία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικ. Κοντόπουλου].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που λιποθύμησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. <i>καρτερό</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους [[προφανώς]] κατ' [[επίδραση]] τών αρχ. [[λιποθυμώ]], [[λιποθυμία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικ. Κοντόπουλου].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που λιποθύμησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + θυμός (πρβλ. καρτερό-θυμος, οξύ-θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ' επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικ. Κοντόπουλου].