λινδέρα: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[δαφνίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[δαφνίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lindera</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lindera</i> <span style="color: red;"><</span> J. <i>Linder</i>, όν. Ελβετού βοτανολόγου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lindera < νεολατ. lindera < J. Linder, όν. Ελβετού βοτανολόγου].