λεοντόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(22) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ( | |mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. <i>ανθρωπό</i>-<i>θυμος</i>, <i>βορβορό</i>-<i>θυμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 28] löwenmuthig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόθῡμος: -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ λεοντόθυμος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος του λιονταριού, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + θυμός (πρβλ. ανθρωπό-θυμος, βορβορό-θυμος)].