μαζούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαζούσιος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] μαστού («μαζουσία [[ακτή]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>ούσιος</i>].
|mltxt=[[μαζούσιος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] μαστού («μαζουσία [[ακτή]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. <i>ομο</i>-<i>ούσιος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:41, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μαζούσιος: -α, -ον, ἔχων σχῆμα μαστοῦ, ἄκρα Λυκόφρ. 534.

Greek Monolingual

μαζούσιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο-ούσιος].