μαλάκας: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αυνανίζεται<br /><b>2.</b> διανοητικά [[νωθρός]], αποβλακωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλάκα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>η [[μάγκα]] &GT; ο [[μάγκας]])].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αυνανίζεται<br /><b>2.</b> διανοητικά [[νωθρός]], αποβλακωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλάκα]] ([[πρβλ]]. η [[μάγκα]] > ο [[μάγκας]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:52, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αυνανίζεται
2. διανοητικά νωθρός, αποβλακωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκα (πρβλ. η μάγκα > ο μάγκας)].