μαλάκας

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αυνανίζεται
2. διανοητικά νωθρός, αποβλακωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκα (πρβλ. η μάγκα > ο μάγκας)].