τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ο1. αυτός που αυνανίζεται2. διανοητικά νωθρός, αποβλακωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκα (πρβλ. η μάγκα > ο μάγκας)].