μειονέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειονέκτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει λιγότερο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[κατώτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλεον</i>-<i>έκτης</i>].
|mltxt=[[μειονέκτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει λιγότερο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[κατώτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. <i>πλεον</i>-<i>έκτης</i>].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, der weniger hat, zu kurz kommt, im Nachtheil ist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειονέκτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεῖον ὀλιγώτερον, Ἀνώνυμ. εἰς τὸ τέλος τοῦ περὶ Παθῶν συγγράμματος Ἀνδρονίκου τοῦ Ροδίου σ. 756.

Greek Monolingual

μειονέκτης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο
2. συνεκδ. ο κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον-έκτης].