μετεωρόκλαδος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεωρόκλαδος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγό</i>-<i>κλαδος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κλαδος</i>)].
|mltxt=[[μετεωρόκλαδος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]] ([[πρβλ]]. <i>ολιγό</i>-<i>κλαδος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κλαδος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

μετεωρόκλαδος, -ον (Α)
αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + κλάδος (πρβλ. ολιγό-κλαδος, πολύ-κλαδος)].