μητρόμοιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(25)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητρόμοιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με τη [[μητέρα]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρομοίως</i> (ΑΜ)<br />με [[ομοιότητα]] [[προς]] τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὅμοιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθ</i>-<i>όμοιος</i>)].
|mltxt=[[μητρόμοιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με τη [[μητέρα]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρομοίως</i> (ΑΜ)<br />με [[ομοιότητα]] [[προς]] τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὅμοιος]] ([[πρβλ]]. <i>ανθ</i>-<i>όμοιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 180] der Mutter ähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόμοιος: -ον, ὁ ὅμοιος τῇ ἑαυτοῦ μητρί, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854, κτλ.

Greek Monolingual

μητρόμοιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που είναι όμοιος με τη μητέρα του.
επίρρ...
μητρομοίως (ΑΜ)
με ομοιότητα προς τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὅμοιος (πρβλ. ανθ-όμοιος)].