μικρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που εμφανίζει [[μικρογλωσσία]], που έχει πολύ μικρή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που εμφανίζει [[μικρογλωσσία]], που έχει πολύ μικρή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που εμφανίζει μικρογλωσσία, που έχει πολύ μικρή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].