μικρόγλωσσος
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
-η, -ο
αυτός που εμφανίζει μικρογλωσσία, που έχει πολύ μικρή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].