μοιρολογίστρα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και [[μοιρολογίστρα]] και μοιριολογίστρια)<br />[[γυναίκα]] που εκτελεί και [[συχνά]] συνθέτει τα μοιρολόγια, [[συνήθως]] με [[αμοιβή]], αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαισιόδοξος]], [[μεμψίμοιρος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μοιρολογῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ίστρα</i> (-<i>ίστρια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κουν</i>-<i>ίστρα</i>, <i>τραγουδίστρια</i>)].
|mltxt=μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και [[μοιρολογίστρα]] και μοιριολογίστρια)<br />[[γυναίκα]] που εκτελεί και [[συχνά]] συνθέτει τα μοιρολόγια, [[συνήθως]] με [[αμοιβή]], αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαισιόδοξος]], [[μεμψίμοιρος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μοιρολογῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ίστρα</i> (-<i>ίστρια</i> ([[πρβλ]]. <i>κουν</i>-<i>ίστρα</i>, <i>τραγουδίστρια</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια)
γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια
νεοελλ.
μτφ. απαισιόδοξος, μεμψίμοιρος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολογῶ + -ίστρα (-ίστρια (πρβλ. κουν-ίστρα, τραγουδίστρια)].