μολυβδιώ: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μολυβδιῶ, -άω (Α)<br />έχω το [[χρώμα]] του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ώ</i>, που δηλώνει [[ασθένεια]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυρτ</i>-<i>ιώ</i>, <i>λεοντ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=μολυβδιῶ, -άω (Α)<br />έχω το [[χρώμα]] του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ώ</i>, που δηλώνει [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. <i>κυρτ</i>-<i>ιώ</i>, <i>λεοντ</i>-<i>ιώ</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

μολυβδιῶ, -άω (Α)
έχω το χρώμα του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -ιάω, -ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ-ιώ, λεοντ-ιώ)].