μονοσθενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>χημ.</b> [[μονατομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σθένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[σθενής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
|mltxt=-ές<br /><b>χημ.</b> [[μονατομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σθένος]] ([[πρβλ]]. <i>δι</i>-[[σθενής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
χημ. μονατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σθένος (πρβλ. δι-σθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].