ψιλικατζής: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν<br /><b>1.</b> [[πωλητής]] ψιλικών, [[ιδιοκτήτης]] ψιλικατζήδικου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλικά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν<br /><b>1.</b> [[πωλητής]] ψιλικών, [[ιδιοκτήτης]] ψιλικατζήδικου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλικά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. <i>ταξι</i>-<i>τζής</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν
1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξι-τζής)].