ἡμίπλαστος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(16) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), | |mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1169] halb geformt, Sp.
Greek Monolingual
ἡμίπλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ-πλαστος, πρωτό-πλαστος].