ευαπόδεικτος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) [[πρβλ]]. [[δυσαπόδεικτος]], [[αναπό]]-<i>δεικτος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσαπόδεικτος, αναπό-δεικτος].