δεικνύω
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
v. δείκνυμι.
Spanish (DGE)
I tr.
1 gestual mostrar, señalar c. ac. de cosa δεικνύοντες τὰς κεφαλάς Hdt.3.79, τῷ πάππῳ δεικνύουσα αὐτό (τὸ βρέφος) Luc.DMar.12.2
•c. intervención oral mostrar, decir, enseñar δείκνυε δὲ δμώεσσι θέρευς ἔτι μέσσου ὄντος· «οὐκ αἰεὶ θέρος ἐσσεῖται» Hes.Op.502, ἄκουε ... ὅσα ἐγὼ δεικνύω σοι LXX Ez.40.4.
2 evidenciar por indicios o hechos, c. suj. animado y ac. de abstr. (γεράνου φωνή) χείματος ὥρην δεικνύει ὀμβρηροῦ Hes.Op.451, τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων Pi.P.4.220, c. dat. instrum. ἔργῳ τὴν εὔνοιαν ἐδείκνυε Antipho 5.76
•fil. demostrar abs. ἄλλ' ἴθι, δείκνυε Pl.Phdr.228e.
3 c. ac. de pers. y pred. convertir en ὁ πλοῦτος καὶ τυφλοὺς <τοὺς> ἐμβλέποντας εἰς ἑαυτὸν δεικνύει la riqueza convierte en ciegos a los que miran hacia ella Men.Fr.77.
II intr.
1 c. εἰς y ac. de pers. dirigirse a ἐδείκνυε ἐς τὸν Βάττον Hdt.4.150.
2 c. part. pred. mostrarse δ. ἐσπουδακώς Men.Fr.745.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐδείκνυν, f. δείξω, ao. ἔδειξα, pf. δέδειχα;
Pass. f. δειχθήσομαι, ao. ἐδείχθην, pf. δέδειγμαι;
I. faire voir, càd :
1 produire au jour, faire apparaître, acc.;
2 en parl. d'artistes produire, représenter, acc.;
II. faire connaître :
1 montrer, indiquer (par la parole ou par le geste) : ὁδόν OD un chemin ; ἔς τινα, ἔς τι, tendre la main ou montrer dans la direction de qqn, de qch ; τινά τινι désigner ou faire connaître une personne à une autre;
2 faire connaître par la parole, expliquer : ἕκαστα IL chaque chose en détail ; ἀντολὰς ἄστρων ESCHL faire comprendre ou expliquer le lever des astres;
3 signaler, révéler, dénoncer, acc.;
4 montrer, prouver : τὴν δύναμιν THC montrer sa puissance ; προθυμίαν THC faire preuve de zèle ; δ. τί τινι ATT prouver qch à qqn ; ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες THC ils montrèrent qu'ils étaient prêts ; abs., au Pass. δέδεικται PLAT cela est clair ou démontré;
Moy. δείκνυμαι (ao. ἐδειξάμην);
1 faire signe de la main, faire un signe de bienvenue, saluer de la main : τινα, qqn ; τινα μύθοισι OD saluer qqn de la main en lui adressant des paroles de bienvenue ; τινα κυπέλλοις IL saluer qqn en levant les coupes;
2 mettre sous les yeux de qqn.
Étymologie: R. Δικ, montrer.
German (Pape)
[Seite 536] praes., = vor., Hes. O. 449; δεικνύει Men. Stob. flor. 93, 21; auch in Prosa an einigen Stellen, wie δεικνύουσι Xen. An. 6, 2, 2; cf. ἐπιδ.
English (Strong)
a prolonged form of an obsolete primary of the same meaning; to show (literally or figuratively): shew.
English (Thayer)
(δεικνύειν, δεικνύεις, τοῦ δεικνύοντός, Tdf.)) and δείκνυμι (Buttmann, 45 (39)); future δείξω; 1st aorist ἔδειξα; 1st aorist passive participle δειχθεις (Sept. mostly for הִרְאָה; to show, exhibit;
1. properly, to show, i. e. expose to the eyes: τίνι τί, ἐπιδείξατέ); R G L, but T omits; Tr brackets WH reject the verse); ὁδόν τίνι, metaphorically, in which one ought to go, i. e. to teach one what he ought to do, κατά τόν τύπον τόν δειχθέντα σοι, ἑαυτόν δεικνύναι τίνι to expose oneself to the view of one, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα render the Father visible to us, τίνι τί, δεῖξαι τίνι, ἅ δεῖ γενέσθαι, to bring to pass, produce what can be seen (German sehen lassen); of miracles performed in presence of others to be seen by them: σημεῖον, Baruch 6 (i. e., epistle of Jeremiah) 66; σῆμα, Homer, Odyssey 3,174; Iliad 13,244); ἔργα ἐκ τίνος, works done by the aid of one, τήν ἐπιφάνειαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, spoken of God, as the author of Christ's visible return, ἔργα δεικνύειν is used differently in to give the evidence or proof of a thing: πίστιν, τί ἐκ τίνος, as τήν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων, ibid.; τά ἔργα ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς, to show by words, to teach: followed by ὅτι, διδάσκειν in δεικνύειν); followed by an infinitive ἀναδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἐνδείκνυμι, ἐπιδείκνυμι, ὑποδείκνυμι.)
Greek Monolingual
δείχνω και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω)
1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῖξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ»)
2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το μυστικό τους έδειξαν κρυφά» β. «δείξετε την αντρειά σας» γ. «δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν» — δίνοντας αποκαλυπτικό σημάδι στους ανθρώπους)
3. παρουσιάζω πρόσωπα ή γεγονότα («μάσε δείχνει δροσερό εκείνο οπού βράζει», «τα αιχμάλωτα να φέρουνε στο ρήγα να τα δείξουν», «δέσμιον ἔδειξ Άχαιοῖς»)
4. εκδηλώνω, αποκαλύπτω αισθήματα ή ιδιότητες («έδειξε θάρρος»)
5. υποδεικνύω, διδάσκω («μου έδειξε την τέχνη»)
6. αποδεικνύω, πείθω για κάτι αμφισβητούμενο ή όχι απόλυτα βέβαιο («το βιβλίο του δείχνει την κατάρτισή του», «να δείξωμεν εις άρματα ότι είμεθεν στρατιώτες», «πᾶσα ἀπόδειξις τι κατά τινος δείκνυσι»)
7. φρ. «ὅπερ ἔδει δεῖξαι» (και συντομογραφικά ὅ.ἔ.δ.)
αυτή είναι η απόδειξη, έτσι αποδεικνύεται ό,τι ζητήθηκε ή υποστηρίχθηκε προηγουμένως
μσν.- νεοελλ.
1. αποκαλύπτω γεγονός ή ιδιότητα προσώπου («νὰ δείξῃς τὸν ἐπίβουλον καὶ νὰ τὸν φανερώςῃς»)
2. παρέχω την εντύπωση («έδειχνε φοβισμένος»)
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («δείχνει πως δεν πικραίνεται για να παρηγορήσει»)
4. ανακοινώνω με τον λόγο («αγροίκησόν μου να σού πω, με θάρρος να σού δείξω»)
5. κάνω νεύμα, παροτρύνω, υποδεικνύω ή διατάζω («μου 'δειξε να φύγω»)
νεοελλ.
1. παρουσιάζω, εμφανίζω κάτι ή κάποιον διαφορετικό απ' ό,τι είναι («η φωτογραφία σε δείχνει ψηλότερο»)
2. (για όργανα με δείκτη ή βαθμολογημένη κλίμακα) σημειώνω χρόνο, βαθμό, ένταση, κατεύθυνση, κ.λπ. («το βαρόμετρο δείχνει βροχή»)
3. απρόσ. φαίνεται, είναι πιθανό («δείχνει πως θα 'χουμε χιόνι», «όπως δείχνει...»)
4. φρ. α) «μου 'δειξε τα δόντια του» — με απείλησε
β) «θα σού δείξω εγώ» — θα σε βλάψω ή θα σε τιμωρήσω
γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» — θα σού αποδείξω πόσο ισχυρότερος είμαι από σένα
δ) «το δείχνω» — αποδεικνύεται η ανδρεία, ικανότητα, ευφυΐα, κ.λπ.
ε) «έλα, παππού να σού δείξω τ' αμπελοχώραφά σου» — για άπειρους ή νέους όταν προσπαθούν να κάνουν υποδείξεις σε εμπειρότερους ή γεροντότερους
στ) «δείχνω τη ράχη» — φεύγω
ζ) «του 'δειξα την πόρτα» — τον έδιωξα, τον κάλεσα ν' αποχωρήσει
5. (παρ.) α) «πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου» — να αποφεύγεις τις περιττές, αλαζονικές επιδείξεις
β) «η καλή μέρα δείχνει απ' το πρωί» — κάτι καλό φαίνεται απ' όταν πρωτοεμφανιστεί
αρχ.-μσν.
καθιστώ κάποιον, μεταβάλλω την κατάσταση κάποιου («ἔδειξαν πένητας ἐξ ὀλβίων», «τυφλοὺς τοὺς ἐμβλέποντας δεικνύει»)
αρχ.
1. (για καλλιτέχνες) παριστάνω, απεικονίζω («καὶ Φειδίας ἐκεῖνος ἔδειξε τὸν Δία»)
2. επιφέρω, προκαλώ («δυσθέατα πήματ' ἐδείξατο» — έφερε φριχτά βάσανα)
3. (για κατηγόρους) καταγγέλλω
4. φρ. α) «δείξει δὴ τάχα» — ο καιρός θα το δείξει, αργά ή γρήγορα (συνήθως) θα φανεί
β) «αὐτὸ δείξει» — θα φανεί από μόνο του, η πείρα θα δείξει ότι είναι αληθινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται σε IE ρίζα deik- «δείχνω». Η απαθής βαθμίδα deik- απαντά στον ενεστωτικό τ. δείκ-νυ-μι και στον τ. δεικ-νύ-ω, που αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ενώ εξαίρεση αποτελεί ο κρητ. τ. δίκ-νυ-τι που σχηματίζεται με την ασθενή βαθμίδα
με την απαθή βαθμίδα επίσης σχηματίζεται και το λατ. dico (< deico) «λέγω» (πρβλ. γοτθ. ga-teihan «γνωστοποιώ, αναγγέλλω», αρχ. άνω γερμ. zīnan «κατηγορώ», zeigōn «δείχνω»). Η μηδενισμένη βαθμίδα dik- απαντά στο αρχ. ινδ. diśati «δείχνω, παραπέμπω» και στο αρχ. ελλ. δικείν «ρίχνω». Τέλος, ο αόρ. έδειξα με παρέκταση σε -σ- πιθ. να είναι αρχ. λ. (πρβλ. λατ. dixi, αρχ. ινδ. adiksi). Ο νεοελλ. τ. δείχνω < έδειξα αόρ. του αρχ. δείκνυμι / δεικνύω κατά το σχήμα έψαξα-ψάχνω, ενώ ο τ. δείχτω αναλογικά προς το ρίχτω-ρίχνω.
ΠΑΡ. δείξη (AM -ις), δείγμα, δείκτης
αρχ.
δεικτήριον, δεικτός.
ΣΥΝΘ. αναδεικνύω, αποδεικνύω, ανταποδεικνύω, επιδεικνύω, καταδεικνύω, προσεπιδεικνύω, υποδεικνύω
αρχ.
αναδείκνυμι, αποδείκνυμι, διαδείκνυμι, εκδείκνυμι, ενδείκνυμι και ενδεικνύω, επιδείκνυμι, καταδείκνυμι, παραδείκνυμι και παραδεικνύω, περιδεικνύω, προδείκνυμι και προδεικνύω, προσδείκνυμι, συνδείκνυμι, συνυποδεικνύω, υποδείκνυμι
(νεοελλ. αποδείχνω, μεγαλοδείχνω].
Chinese
原文音譯:deiknÚw 得克匿哦
詞類次數:動詞(31)
原文字根:顯示 相當於: (רָאָה / רָאֶה / רְאוּת)
字義溯源:顯示*,指示,察看,顯給人看,證明,指給人看
同源字:1) (ἀναδείκνυμι)展示 2) (ἀνάδειξις)展覽 3) (ἀποδείκνυμι)顯露 4) (ἀπόδειξις)顯出 5) (δεῖγμα)樣品 6) (δειγματίζω)陳列 7) (δείκνυμι / δεικνύω)顯示 8) (ἔνδειγμα)指明 9) (ἐνδείκνυμι)指出 10) (ἔνδειξις)指明 11) (ἐπιδείκνυμι)陳列 12) (παραδειγματίζω)顯然羞辱 13) (ὑπόδειγμα)標記 14) (ὑποδείκνυμι / ὑποδεικνύω)以實例施教參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(31);太(3);可(2);路(4);約(7);徒(2);林前(1);提前(1);來(1);雅(2);啓(8)
譯字彙編:
1) 指示(6) 太16:21; 約5:20; 約5:20; 啓21:10; 啓22:6; 啓22:8;
2) 察看(3) 太8:4; 可1:44; 路5:14;
3) 指給⋯看(2) 約20:20; 雅2:18;
4) 顯給⋯看(2) 約14:8; 約14:9;
5) 我⋯指示(2) 徒7:3; 林前12:31;
6) 我要⋯看(2) 啓17:1; 啓21:9;
7) 叫他⋯指示(1) 啓1:1;
8) 他⋯指示(1) 啓22:1;
9) 我要將⋯指示(1) 啓4:1;
10) 我⋯看(1) 約10:32;
11) 他就當⋯顯(1) 雅3:13;
12) 拿⋯看(1) 路20:24;
13) 已指示(1) 徒10:28;
14) 必指給(1) 路22:12;
15) 他必指給(1) 可14:15;
16) 要顯明出來(1) 提前6:15;
17) 所指示(1) 來8:5;
18) 指⋯看(1) 路4:5;
19) 都指給⋯看(1) 太4:8;
20) 你⋯顯(1) 約2:18
Translations
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son