εὐαπόδεικτος

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπόδεικτος Medium diacritics: εὐαπόδεικτος Low diacritics: ευαπόδεικτος Capitals: ΕΥΑΠΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: euapódeiktos Transliteration B: euapodeiktos Transliteration C: evapodeiktos Beta Code: eu)apo/deiktos

English (LSJ)

εὐαπόδεικτον, easily demonstrated, Ph.Bel.62.27.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu beweisen, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσαπόδεικτος, αναπό-δεικτος].