εὐαπόδεικτος
From LSJ
English (LSJ)
εὐαπόδεικτον, easily demonstrated, Ph.Bel.62.27.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu beweisen, Sp.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσαπόδεικτος, αναπό-δεικτος].