ευρύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), [[πρβλ]]. <i>απλό</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), [[πρβλ]]. [[απλόχωρος]], [[στενόχωρος]]].
}}
}}

Revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλόχωρος, στενόχωρος].